γεράνιος

γεράνιος
(I)
γεράνιος, η (Μ) [γέρανος]
1. είδος εμπλάστρου
2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές.
————————
(II)
-α, -ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος)
ο βαθυγάλαζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους γραμματικούς προς τη λ. αήρ, (αέρος) και θεωρήθηκε ότι προήλθε από *ηεράνεος (με ιων. -η), ενώ κατ' άλλους γεράνιος < *αεράνιος (από συμφυρμό τών αέρινος και ουράνιος). Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι γεράνιος (< γέρανος, αν και το φτέρωμα τού συγκεκριμένου πτηνού έχει χρώμα σταχτί και όχι γαλάζιο, ενώ τέλος άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το φυτό γεράνι(ον) προκειμένου να δηλωθεί το χρώμα που έχει κάποιο άνθος τών φυτών αυτής τής οικογένειας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γερανιός — ο το πτηνό γερανός* …   Dictionary of Greek

  • γεράνιος — α, ο αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγεράνιος — α, ο ο γεράνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + γεράνιος] …   Dictionary of Greek

  • γερανάτος — η, ο ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το επίθ. γερανάτος ισχύει ό,τι και για το γεράνιος* με διαφορά στο επίθημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”